- ὑπερημερίαν
- ὑπερημερίᾱν , ὑπερημερίαa being over the dayfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… … Dictionary of Greek